αφθόνητος

αφθόνητος
-η, -ο
αυτός που δεν τον φθονούν, που είναι ανάξιος για να τον φθονήσουν: Τέτοια πλούτη είναι αφθόνητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀφθόνητος — unenvied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφθόνητος — η, ο (AM ἀφθόνητος, ον) αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων αρχ. αυτός που δεν φθονεί, ο μη φθονερός …   Dictionary of Greek

  • ἀφθονήτως — ἀφθόνητος unenvied adverbial ἀφθόνητος unenvied masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόνητον — ἀφθόνητος unenvied masc/fem acc sg ἀφθόνητος unenvied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονήτου — ἀφθόνητος unenvied masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόνητα — ἀφθόνητος unenvied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόνητε — ἀφθόνητος unenvied masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόνητοι — ἀφθόνητος unenvied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”